οπισθοδρομικός

οπισθοδρομικός
-ή, -ό
1. αυτός που κινείται προς τα πίσω
2. μτφ. αυτός που υποστηρίζει απηρχαιωμένες αντιλήψεις και συνήθειες, καθυστερημένος, συντηρητικός.
επίρρ...
οπισθοδρομικώς και -ά
με οπισθοδρομικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Γ. Βακαλόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οπισθοδρομικός — ή, ό 1. αυτός που πηγαίνει, κινείται προς τα πίσω, ο υποχωρητικός. 2. μτφ., αυτός που έχει παλιές και ξεπερασμένες αντιλήψεις για σύγχρονα προβλήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδρομικός — ή, ό 1. αυτός που κινείται προς τα πίσω, οπισθοχωρητικός, οπισθοβατικός 2. αυτός που κινείται προς τα επάνω, ο ανάδρομος 3. αυτός που σχετίζεται με το παρελθόν αλλά εφαρμόζεται στο παρόν, οπισθοδρομικός, οπισθενεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάδρομος. ΠΑΡ …   Dictionary of Greek

  • αναχρονιστικός — ή, ό ο μη συγχρονισμένος, απαρχαιωμένος, οπισθοδρομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία από τον συγγραφέα Π. Αποστολίδη] …   Dictionary of Greek

  • αφιλοπρόοδος — η, ο αυτός που δεν αγαπά την πρόοδο, ο οπισθοδρομικός …   Dictionary of Greek

  • μανδαρίνος — Με τον όρο μ. (από την πορτογαλική λέξη mandarin, παραλλαγή της σανσκριτικής μαντρίν = σύμβουλος) ονομάζονταν από τους Ευρωπαίους οι ανώτεροι πολιτικοί και στρατιωτικοί λειτουργοί της αυτοκρατορικής Κίνας. Στην κινεζική γλώσσα ονομάζονταν κου… …   Dictionary of Greek

  • μεσαιωνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεσαίωνα («μεσαιωνική ιστορία») 2. (για άποψη, αντίληψη, σκέψη) καθυστερημένος, οπισθοδρομικός («μεσαιωνική νοοτροπία») 3. φρ. «μεσαιωνικοί χρόνοι» ο μεσαίωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίων (μεσαίωνας). Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • μουχλιάζω — (Μ μουχλιάζω και μοχλιάζω) [μούχλα] 1. καλύπτομαι από μούχλα 2. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση σωματικής ή πνευματικής αδράνειας, αχρηστίας ή στασιμότητας («θα μουχλιάσω από το καθισιό») νεοελλ. 1. μτφ. α) βρίσκομαι σε κατάσταση πνευματικής… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρομικότητα — η εμμονή σε απηρχαιωμένες αντιλήψεις, συντηρητισμός, έλλειψη προοδευτικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στην Αιμιλία Κτ. Λεοντιάδα] …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • αναχρονιστικός — ή, ό αυτός που δεν είναι συγχρονισμένος, ο οπισθοδρομικός: Έχεις ιδέες εντελώς αναχρονιστικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”